κυδοφόρος
From LSJ
Θέλων καλῶς ζῆν μὴ τὰ τῶν φαύλων φρόνει → Victurus bene, ne mentem pravorum geras → Wenn gut du leben willst, zeig nicht der Schlechten Sinn
κυδοφόρος, -ον (Μ)
(για τους θεούς) αυτός που δίνει δόξα στους θνητούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦδος + -φόρος (< φέρω)].