κυδοφόρος

From LSJ

τὸν ἀπὸ γραμμᾶς κινεῖν λίθον → move one's man from this line, move a piece from this line, try one's last chance, make a last ditch effort

Source

Greek Monolingual

κυδοφόρος, -ον (Μ)
(για τους θεούς) αυτός που δίνει δόξα στους θνητούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦδος + -φόρος (< φέρω)].