τὸν ἀπὸ γραμμᾶς κινεῖν λίθον → move one's man from this line, move a piece from this line, try one's last chance, make a last ditch effort
κυδοφόρος, -ον (Μ)(για τους θεούς) αυτός που δίνει δόξα στους θνητούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦδος + -φόρος (< φέρω)].