μηρικός

From LSJ
Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn

Menander, Monostichoi, 342

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που ανήκει στον μηρό, ο μηριαίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηρός. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δ. Α. Μαυροκορδάτο].