μηρικός

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που ανήκει στον μηρό, ο μηριαίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηρός. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δ. Α. Μαυροκορδάτο].