λαμπροφωτεινός
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
Greek Monolingual
λαμπροφωτεινός, -ή, -όν (Μ)
(ως επίθ. της Παναγίας) αυτή που έχει λαμπρότητα και φωτεινότητα.