φωτεινότητα

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. η ιδιότητα του φωτεινού
2. (φωτογρ.) το σχετικό ωφέλιμο άνοιγμα του αντικειμενικού φακού τών φωτογραφικών μηχανών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτεινός. Η λ., στον λόγιο τ. φωτεινότης, μαρτυρείται από το 1880 στο περιοδικό Αθήναιον].