λεπτοκαμωμένος
From LSJ
Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst
Greek Monolingual
-η, -ο
1. λεπτός, ισχνός, αδύνατος, λεπτεπίλεπτος
2. αυτός που έχει ασθενική κράση, φιλάσθενος
3. φτειαγμένος με λεπτότητα, λεπτοδουλεμένος
4. εξεζητημένος στους τρόπους και στην εμφάνιση.