ισχνός
Ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → Terrae, ubi versaris peregre, obsequere legibus → Als Fremder folge dem Gesetz des Gastlandes
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ἰσχνός, -ή, -όν)
1. λιπόσαρκος, αδύνατος, λεπτός («ισχνά μέλη»)
2. (για φωνή) σιγανός, άτονος
νεοελλ.
1. λίγος, πενιχρός, ανεπαρκής (α. «ισχνός μισθός» β. «ισχνά αποτελέσματα» γ. «ισχνά μέσα»)
2. αδύναμος, ανίσχυρος («ισχνά επιχειρήματα»)
3. άπαχος
4. φτωχός, ενδεής
5. φρ. «περίοδος ισχνών αγελάδων» — περίοδος με στερήσεις και ανέχεια
μσν.-αρχ.
1. (για ύφος) λεπτός, προσεγμένος
2. διεξοδικός, λεπτομερής
3. προσεκτικός
αρχ.
1. (για φύλλα) ξηρός, μαραμένος
2. (για σφυγμό) αυτός που μόλις ακούγεται, ο ασθενής.
επίρρ...
ισχνώς και -ά (Α ἰσχνῶς) καθαρά, απλά
αρχ.
ιατρ. χωρίς εξωτερικό οίδημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το επίθ. ισχνός συνδέεται με τη λ. ἰσχαλέος (πρβλ. σμερδνός: σμερδαλέος), η οποία πρέπει να προέρχεται από το ρ. ἰσχαίνω (πρβλ. κερδαλέος< κερδαίνω), για το οποίο όμως δεν υπάρχει σαφής μαρτυρία. Η λ. ἰσχνός μπορεί να συνδέεται με αβεστ. hišku- «ξηρός», μσν. ιρλ. sesc, με την ίδια σημ., οπότε να ανάγεται σε ΙE si-squ- «αποξηραμένος». Το δασύ σύμφωνο -χ- της λ. ισχνός παραμένει ανερμήνευτο.
ΠΑΡ. ισχναίνω, ισχνότητα(-ης)
αρχ.
ισχνώ
μσν.
ισχναλέος
νεοελλ.
ισχνεύω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ισχνόφωνος
αρχ.
ισχνογάστωρ, ισχνοκαλαμώδης, ισχνόκωλος, ισχνολόγος, ισχνομυθώ, ισχνοπάρειος, ισχνόπους, ισχνοσκελής, ισχνουργής
αρχ.-μσν.
ισχνομυθία
μσν.
ισχνοεπής, ισχνολέσχης, ισχνοποιός, ισχνοσύνθετος
μσν.- νεοελλ.
ισχνόσαρκος. (Β συνθετικό) κάτισχνος
αρχ.
ένισχνος, υπέρισχνος, ύπισχνος].