μαϊμουδίτσα
From LSJ
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
Greek Monolingual
η μαϊμού
1. μικρή μαϊμού
2. θωπευτική προσφώνηση γυναίκας.
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
η μαϊμού
1. μικρή μαϊμού
2. θωπευτική προσφώνηση γυναίκας.