προσφώνηση
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
Greek Monolingual
η / προσφώνησις, -ήσεως, ΝΜΑ προσφωνῶ
το να απευθύνει κανείς χαιρετιστήριο λόγο, η προσλαλιά, η προσαγόρευση
αρχ.
1. αφιέρωση («τετιμημένος ὑπ' αὐτοῦ προσφωνήσεσι γραμμάτων φιλοσόφων», Πλούτ.)
2. μεταβίβαση ιδιοκτησίας
3. δήλωση, διακήρυξη
4. επίσημη υπόδειξη.