εὐσεβῆ διάγω τρόπον περί τινα → conduct oneself piously
το (Α μαυσώλειον και μαυσωλεῑον)1. μεγαλοπρεπής τάφος του σατράπη της Καρίας Μαυσώλου, που βρισκόταν στην Αλικαρνασσό2. κάθε μεγαλοπρεπής τάφος, μνημείο.[ΕΤΥΜΟΛ. < Μαύσωλος.