μεμοροφύλαξ
From LSJ
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
Greek Monolingual
μεμοροφύλαξ, ὁ (ΑM)
ο μεμορίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεμόριον + φύλαξ.
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
μεμοροφύλαξ, ὁ (ΑM)
ο μεμορίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεμόριον + φύλαξ.