μεμόριον
English (LSJ)
τό, (Lat. memoria) memorial chapel or shrine, BCH17.290, Ramsay Cities and Bishoprics 2.736 (iii/iv A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
μεμόριον: τό, (Λατ. memoria) μνημεῖον εἰς ἀνάμνησίν τινος· καὶ μεμορίτης, ὁ, ὁ ἔχων τὴν φροντίδα τοιούτου μνημείου, καὶ μεμοροφύλαξ, Σύνοδ. Χαλκ. 1412Α, 1409D, ἴδε Δουκάγγ.
Greek Monolingual
μεμόριον, τὸ (ΑM, Α και μεμόριν)
μνημείο για την ανάμνηση κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για συμφυρμό της ελλ. λ. μνημεῖον και της λατ. λ. memoria «μνήμη» (πρβλ. λατ. memorium και λ. μνημούρι)].
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: monument, mortuary monument (inscr. Empire).
Other forms: also μημόριον, μνημόριον
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Lat.
Etymology: Crosses of μνημεῖον and Lat. memoria, from which again Lat. memorium. Kretschmer Glotta 11. 97, W.-Hofmann s. memor, memoria.
Frisk Etymology German
μεμόριον: {memórion}
Forms: auch μημόριον, μνημόριον
Grammar: n.
Meaning: Denkmal, Grabmal (Inschr. d. Kaiserz.).
Etymology: Kreuzungen von μνημεῖον und lat. memoria, woraus wieder lat. memorium. Kretschmer Glotta 11. 97, W.-Hofmann s. memor, memoria m. Lit.
Page 2,207