μεταλλίζω

From LSJ
Revision as of 07:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

αἵματος κρατῆρα πολιτικοῦ στῆσαιserve up a big bowl of citizen blood

Source

German (Pape)

[Seite 149] Einen zur Bergwerksarbeit verurtheilen, Pandect.

Greek Monolingual

μεταλλίζω (ΑM) μέταλλον
καταδικάζω κάποιον να εργάζεται στα μεταλλεία.