μετζοσοπράνο

From LSJ
Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein

Menander, Monostichoi, 189

Greek Monolingual

η
γυναικεία φωνή που είναι βαθύτερη από τη φωνή της σοπράνο και υψηλότερη από τη φωνή της άλτο, αλλ. μεσόφωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mezzosoprano < mezzo «μισό» + soprano (βλ. λ. σοπράνο)].