ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones
ο (Μ μολυβδοχύτης)αυτός που χύνει μόλυβδο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μολύβδι + -χύτης (< χέω), πρβλ. ελαιο-χύτης, θερμο-χύτης.