μονοσακχαρίτης

From LSJ
Revision as of 07:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γήρως δὲ φαύλου τίς γένοιτ' ἂν ἐκτροπή; → Senectutis non habetur effugium malae → Wie könnte man dem schlimmen Alter wohl entflieh'n?

Menander, Monostichoi, 113

Greek Monolingual

ο
συν. στον πληθ. οι μονοσακχαρίτες
(βιοχ.) καθεμιά από τις βασικές ενώσεις που χρησιμεύουν ως δομικοί λίθοι τών υδατανθράκων, αλλ. απλά σάκχαρα.