μπαρμπούνια
From LSJ
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
τα
βοτ. ποικιλία φασολιών που, όταν ωριμάσουν, παίρνουν κόκκινο χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονομασία φασολιών λόγω του χρώματός τους που μοιάζει με το κόκκινο χρώμα τών μπαρμπουνιών].