μπαρμπούνια

From LSJ
Revision as of 11:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source

Greek Monolingual

τα
βοτ. ποικιλία φασολιών που, όταν ωριμάσουν, παίρνουν κόκκινο χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονομασία φασολιών λόγω του χρώματός τους που μοιάζει με το κόκκινο χρώμα τών μπαρμπουνιών].