μπαρμπούνια

From LSJ

οὐκ ἔστιν χαίρειν τοῖς ἀσεβέσιν → no rest for the wicked, no peace to the wicked

Source

Greek Monolingual

τα
βοτ. ποικιλία φασολιών που, όταν ωριμάσουν, παίρνουν κόκκινο χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονομασία φασολιών λόγω του χρώματός τους που μοιάζει με το κόκκινο χρώμα τών μπαρμπουνιών].