ξανθόμαλλος
From LSJ
ἀλλὰ πάνυ ἑτοίμως παρορᾷς → but you quite purposely see wrongly
Greek Monolingual
-η, -ο
ξανθομάλλης («εψάλλοντο κι εξυμνούντο αι ξανθόμαλλοι Νεράιδες της νήσου», Μωραϊτ.).
ἀλλὰ πάνυ ἑτοίμως παρορᾷς → but you quite purposely see wrongly
-η, -ο
ξανθομάλλης («εψάλλοντο κι εξυμνούντο αι ξανθόμαλλοι Νεράιδες της νήσου», Μωραϊτ.).