νομωδός
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
νομωδός, ὁ (Α)
1. αυτός που άδει, που κηρύσσει τον νόμο
2. εξηγητής του νόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + -ῳδός (< ᾠδή), πρβλ. κιθαρ-ωδός].