νομωδός
From LSJ
Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μετάνοιαν ἔρχεται → Ad paenitendum properat, qui uxorem accipit → Der Heiratswillige kommt zur Sinnesänderung
Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μετάνοιαν ἔρχεται → Ad paenitendum properat, qui uxorem accipit → Der Heiratswillige kommt zur Sinnesänderung
νομωδός, ὁ (Α)
1. αυτός που άδει, που κηρύσσει τον νόμο
2. εξηγητής του νόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + -ῳδός (< ᾠδή), πρβλ. κιθαρωδός].