Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μουσόστολος

From LSJ
Revision as of 11:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall

Menander, Monostichoi, 80

Greek (Liddell-Scott)

μουσόστολος: -ον, ὁ ὑπὸ τῶν Μουσῶν ἐστολισμένος, κεκοσμημένος, φρεσὶν μουσοστόλοις Ἀνώνυμ. παρὰ Bernard.

Greek Monolingual

μουσόστολος, -ον (Μ)
αυτός που στολίστηκε από τις Μούσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + -στολος πρβλ. ιερό-στολος, λευκό-στολος].