τάλαιναι κόραι Φαέθοντος οἴκτῳ δακρύων τὰς ἠλεκτροφαεῖς αὐγάς → girls, in grief for Phaethon, drop the amber radiance of their tears
το (Μ μουσούδι[ν])
1. ρύγχος ζώου
2. (σκωπτικά) πρόσωπο, μούτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. muso + υποκορ. κατάλ. -ούδι(ν) (πρβλ. μουσ-ίτσα)].