μουσότευκτος

From LSJ
Revision as of 11:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321

Greek (Liddell-Scott)

μουσότευκτος: -ον, ὁ ὑπὸ τῶν μουσῶν ποιηθείς, ἄγαν εὔμορφος, Κοσμᾶς ἐν Spic. Rom. τ. 2, σ. 214.

Greek Monolingual

μουσότευκτος, -ον (Μ)
αυτός που κατασκευάστηκε από τις Μούσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + -τευκτος (< τεύχω «κατασκευάζω»), πρβλ. θεό-τευκτος, χρυσό-τευκτος].