Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
νίκεστρον: (διορθωτ. νίκατρον)· «νικητήριον» Ἡσύχ.
νίκεστρον, το (Α)βλ. νίκαστρον.