νίκαστρον
From LSJ
English (LSJ)
νικητήριον, Phot.; νίκεστρον, Hsch.
German (Pape)
[Seite 255] τό, erkl. Phot. νικητήριον; auch νίκαθρον, bei Hesych. falsch νίκεστρον.
Greek Monolingual
νίκαστρον και, κατά τον Ησύχ., νίκεστρον ή νίκατρον, τὸ (Α)
έπαθλο για τη νίκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. νίκαστρον / νίκεστρον έχουν διορθωθεί σε νίκατρον < νικῶ + επίθημα -τρον (πρβλ. νίπτρον)].