μπουρλοτιέρης
From LSJ
Δοὺς τῇ τύχῃ τὸ μικρὸν ἐκλήψῃ μέγα → Dans parva sorti recipies, quae magna sunt → Es zahlt das Glück dir kleinen Einsatz groß zurück
Greek Monolingual
ο
1. αυτός που διευθύνει μπουρλότο, ο πυρπολητής
2. (κατ' επέκτ.) εμπρηστής
3. μτφ. άνθρωπος ριψοκίνδυνος, που διακινδυνεύει τα πάντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μπουρλότο + κατάλ. -ιέρης < ιταλ. κατάλ. -iere (πρβλ. κανον-ιέρης, τιμον-ιέρης)].