Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πυρπολητής

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυρπολητής Medium diacritics: πυρπολητής Low diacritics: πυρπολητής Capitals: ΠΥΡΠΟΛΗΤΗΣ
Transliteration A: pyrpolētḗs Transliteration B: pyrpolētēs Transliteration C: pyrpolitis Beta Code: purpolhth/s

English (LSJ)

πυρπολητοῦ, ὁ, gloss on πυρεύς, Hsch.

German (Pape)

[Seite 824] ὁ, bei Hesych. Erkl. von πυρεύς.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, θηλ. πυρπολήτρια Ν πυρπολῶ
αυτός που προξενεί πυρπόληση, εμπρηστής
νεοελλ.
1. ναυτ. κυβερνήτης ή ναύτης πυρπολικού, αλλ. μπουρλοτιέρης
2. στον πληθ. οι πυρπολητές
ιδιαίτερη τάξη πλοιάρχων και ναυτών κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821, η οποία ασχολούνταν με την προετοιμασία και τη χρήση τών πυρπολικών.