Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann
ὁμοιόσκευος, -ον (Α)
αυτός που έχει την ίδια ενδυμασία ή τον ίδιο στολισμό με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(o)- + -σκευος (< σκευή «ενδυμασία»), πρβλ. ομό-σκευος].