Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → If we have money, then we will have friends → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt
ὁμαῡλαξ και δωρ. τ. ὁμῶλαξ, -ακος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει κοινά σύνορα με κάποιον, γείτονας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + αὖλαξ.