γείτονας

From LSJ

Greek Monolingual

ο (θηλ. -ισσα, η) (AM γειτων, ο, η)
1. αυτός που κατοικεί ή βρίσκεται κοντά σε κάποιον άλλο
2. φρ. «πρώτα το γείτονα και μετά τον αδερφό» (γιατί μερικές φορές οι γείτονες προστρέχουν να μας βοηθήσουν πιο αποτελεσματικά κι απ' τους συγγενείς)
β. «πῆμα κακὸς γείτων ὅσσον τ' ἀγαθὸς μέγ' ὄνειαρ» (συφορά είν' ο κακός γείτονας όσο ευλογία ο καλός
Ησίοδ.)
3. ως επίθ. ο κοντινός, ο γειτονικός
(«ἡ γείτων χώρα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αν η εναλλαγή γειτον- / γειτν- είναι αρχαία και όχι νεώτερος αναλογικός σχηματισμός, πράγμα πιθ., τότε πρόκειται για αρχαϊκή λέξη, η ετυμολ. της οποίας είναι άγνωστη.
ΠΑΡ. γειτονεύω, γειτονία
αρχ.
γειτοσύνη
αρχ.-μσν.
γειτονώ
νεοελλ.
γειτονικός, γειτονοπούλα, γειτονόπουλο.
ΣΥΝΘ. αστυγείτων, φιλογείτων
αρχ.
αγείτων, αγρογείτων, αγχιγείτων, αλιγείτων, αστρογείτων, κακογείτων, καπηλογείτων, ποταμογείτων, συγγείτων, φυκογείτων
νεοελλ.
κακογείτονας, καλογείτονας, κουτογείτονας].