ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime
συλλέγω νάρκες από τη θάλασσα με ναρκαλιευτικό πλοίο.[ΕΤΥΜΟΛ. < νάρκη + αλιεύω].