μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling
τοο νηπιοβαπτισμός.[ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιον + βάπτισμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Κ. Κοντογόνη].