ορνιθοσκόπος
From LSJ
Greek Monolingual
ὀρνιθοσκόπος, -ον (Α)
1. αυτός που προφητεύει το μέλλον από την παρατήρηση του πετάγματος ή της κραυγής τών πτηνών
2. φρ. «θᾱκος ὀρνιθοσκόπον» — εδώλιο ορνιθοσκόπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, -ιθος + -σκόπος (< σκοπῶ), πρβλ. οιωνο-σκόπος].