πιστάκια
From LSJ
Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
German (Pape)
[Seite 620] τά, die Frucht der πιστάκη, auch φιττάκῖα u. ψιττάκια geschrieben, Nic. Ther. 891 u. a. Sp., vgl. Ath. XIV, 649 b.
Greek Monolingual
και πιστακιά, η, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ανακαρδιίδες και περιλαμβάνει 9 είδη αρωματικών δέντρων και θάμνων που είναι ιθαγενή της Ευρασίας, με γνωστότερο είδος του γένους το Pistacia vera, κν. φιστικιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pistacia < πιστάκη].