πορφυρόθεν

From LSJ
Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας → Magna ornamenta pereunt propter mulieres → Zum Opfer fällt den Frauen eine Menge Schmuck

Menander, Monostichoi, 181

Greek Monolingual

Α
επίρρ. με προέλευση από πορφύρα, από αυτοκρατορική γενιά και περιβάλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. βρεφό-θεν)].