ἐκτὸς τῆς ἡμετέρας ἐπόψεως → beyond our range of vision
ὀπτεύω (Α)βλέπω.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀπτεύω έχει σχηματιστεί πιθ. κατ' απόσπαση από τα ρ. σε -οπτεύω (< -οπτος ή -οπτης), πρβλ. δι-οπτεύω, κατ-οπτεύω].