προακονώ
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
-άω, Α
ακονίζω κάτι εκ τών προτέρων ή ακονίζω κάτι από μπροστά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀκονῶ «ακονίζω»].