προακονώ

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487

Greek Monolingual

-άω, Α
ακονίζω κάτι εκ τών προτέρων ή ακονίζω κάτι από μπροστά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀκονῶ «ακονίζω»].