περὶ ἀλόγων γραμμῶν καὶ ναστῶν → on incommensurable lines and solids
ξενοθυτῶ, -έω (ΑΜ)θυσιάζω ξένους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -θυτῶ (< -θύτης < θύω), πρβλ. ιππο-θυτώ].