ξενοθυτώ

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257

Greek Monolingual

ξενοθυτῶ, -έω (ΑΜ)
θυσιάζω ξένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -θυτῶ (< -θύτης < θύω), πρβλ. ιπποθυτώ].