ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death
-ές (Μ ολιγοβαρής, -ές)αυτός που έχει λίγο βάρος, ελαφρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -βαρής (< βάρος), πρβλ. ισο-βαρής].