ολιγόπνους
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
ὀλιγόπνους, -ουν και -οος, -οον (Α)
αυτός που έχει λίγη, ασθενή πνοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -πνοος / -πνους (< πνοή), πρβλ. ευθύ-πνους].