ολιγόπνους

From LSJ

ἀγάπης δὲ οὐδὲν μεῖζον οὔτε ἴσον ἐστίnothing is greater or equal to love

Source

Greek Monolingual

ὀλιγόπνους, -ουν και -οος, -οον (Α)
αυτός που έχει λίγη, ασθενή πνοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -πνοος / -πνους (< πνοή), πρβλ. ευθύ-πνους].