δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
ὀλιγόπνους, -ουν και -οος, -οον (Α)αυτός που έχει λίγη, ασθενή πνοή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -πνοος / -πνους (< πνοή), πρβλ. ευθύ-πνους].