οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island
ὀξύγοος, -ον (Α)(ποιητ. τ.) αυτός που φωνάζει ή θρηνεί γοερά.[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -γοος (< γοώ), πρβλ. αβρό-γοος].