ορειγενής

From LSJ
Revision as of 12:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59

Greek Monolingual

ὀρειγενής, -ές (Α)
1. αυτός που γεννήθηκε στα όρη («ὀρειγενέος κορίοιο», Νικ.)
2. ορεινός («ὀρειγενῆ σπήλαια», Μοσχί.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει- (βλ. λ. όρος [II]) + -γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. θαλασσο-γενής].