ὀρειγενής
From LSJ
Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίον → Onus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt
English (LSJ)
ὀρειγενές,
A mountain-born, Nic.Th.874.
II = ὀρεινός, σπήλαια Moschio Trag.6.5.
German (Pape)
[Seite 371] ές, in den Bergen geboren, aus den Bergen stammend, Nic. Ther. 875 u. a. sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρειγενής: -ές, ὁ ἐν ὄρει γεννηθείς, Νικ. Θηρ. 875. ΙΙ. = ὀρεινός, σπήλαια Μοσχίων παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 1. 242.
Greek Monolingual
ὀρειγενής, -ές (Α)
1. αυτός που γεννήθηκε στα όρη («ὀρειγενέος κορίοιο», Νικ.)
2. ορεινός («ὀρειγενῆ σπήλαια», Μοσχί.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει- (βλ. λ. όρος [II]) + -γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. θαλασσογενής].