ορογόνος
From LSJ
Νικᾷ παλαιὰς χάριτας ἡ νέα χάρις → Officia vetera vincit officium novum → Die neue Gunst besiegt den alten Gunsterweis
Greek Monolingual
ο
1. ανατ. αυτός που εκκρίνει ορό
2. φρ. α) «ορογόνος υμένας» — λεπτή μεμβράνα που επενδύει ορισμένα όργανα και κοιλότητες του σώματος η οποία εκκρίνει υγρό που λιπαίνει τα τοιχώματα τών αντίστοιχων κοιλοτήτων διευκολύνοντας έτσι τις μετατοπίσεις και κινήσεις τών οργάνων που περιέχονται σ' αυτές, όπως είναι λ.χ. το περιτόναιο, ο υπεζωκότας, το περικάρδιο κ.ά.
β) «ορογόνος θύλακος» — ορογόνος υμένας που βρίσκεται κάτω από το δέρμα ή παρεμβάλλεται ανάμεσα σε τένοντες, μυς, οστά και άλλους σχηματισμούς για να μειώνεται η τριβή μεταξύ τών σχηματισμών αυτών.