περικάρδιο

From LSJ

οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. ανατ. οροϊνώδης θύλακος που περιβάλλει την καρδιά και αποτελείται από δύο στιβάδες, μία κατά βάθος σε άμεση επαφή με το μυοκάρδιο και μία επιφανειακή, ινώδη
2. φρ. α) «ορογόνο περικάρδιο»
ανατ. η εν τω βάθει στιβάδα του περικαρδίου, με δύο πέταλα που περιλαμβάνουν μια σχισμοειδή κοιλότητα στο επίπεδο της οποίας ολισθαίνουν το ένα επάνω στο άλλο, το οποίο καλύπτει την καρδιά επεκτεινόμενο μέχρι τα μεγάλα αγγεία
β) «ινώδες περικάρδιο» — η επιφανειακή στιβάδα του περικαρδίου, το οποίο επενδύει εξωτερικά το ορογόνο περικάρδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pericardium < περικάρδιος].